-
1 взнос
1. (платёж) η εισφορά 2. (внесённые за что-л. деньги) η συνδρομή 3. (при уплате частями) η δόσηпервоначальный - η πρώτη πληρωμή/δόσηстраховой - τα ασφάλιστρα, членский - η συνδρομή του μέλουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взнос
-
2 платёж
η πληρώ μ/ή, η καταβολή του τιμήματοςв иностранной валюте - σε ξένο νόμισμα, выдача документов против - а έγγραφα έναντι - ήςналоженным - ом - με αντικαταβολή (C.O.D.)невзысканный - απλήρωτος -, εκκρεμής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платёж
-
3 отчет
ο απολογισμός, η αναφορά, η έκθεσηгодовой - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -ежегодный - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -периодический - η περιοδική αναφορά/έκθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отчет
-
4 annual block maximum method
= annual maximum methodFrench\ \ méthode du maximum annuel de bloc; méthode du maximum annuelGerman\ \ maximale jährliche Block-Methode; jährlichen Höchstbetrag MethodeDutch\ \ maximale jaarlijkse block-methode; jaarlijkse maximum-methodeItalian\ \ massimo annuale metodo block; metodo massimo annualeSpanish\ \ tramo anual método de máxima; método de máximos anualesCatalan\ \ -Portuguese\ \ método do máximo anualRomanian\ \ -Danish\ \ årsrate maksimale metode; årlige maksimale metodeNorwegian\ \ årlige blokk maksimal metoden; årlige maksimale metodeSwedish\ \ årliga block högsta metod; årliga metodGreek\ \ ετήσια μέθοδο μέγιστηςFinnish\ \ vuosittaisen ääriarvon menetelmäHungarian\ \ éves blokk maximális módszerrel; évente legfeljebb módszerTurkish\ \ yıllık blok maksimum metodu; yıllık maksimum metoduEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ letne tranše največja metodo; letnega zneska metodaPolish\ \ metoda rocznego maksimumRussian\ \ годовой блочный метод максимума; годовой метод максимумаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ árbók blokk hámark aðferð; árlegt hámark aðferðEuskara\ \ urteko blokea gehienez metodoa; urteko gehienezko metodoaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ طريقة التعظيم السنوية ، طريقة التعظيم السنويةAfrikaans\ \ jaarlikse maksimum metodeChinese\ \ -Korean\ \ - -
5 оборот
-а α.1. στροφή•количество -ов в минуту ο αριθμός των στροφών στο λεπτό•
колеса η στροφή του τροχού.
|| γύρισμα, αναστροφή•оборот пласта при вспашке το γύρισμα του χώματος κατά το όργωμα.
2. κύκλος•оборот полевых культур ο κύκλος των αγροτικών εργασιών (της αγροκαλλιέργειας).
|| κυκλοφορία•оборот капитала η κυκλοφορία του κεφαλαίου•
пустить деньги в оборот βάζω το χρήμα σε κυκλοφορία•
годовой оборот ετήσια κυκλοφορία.
3. χρήση, χρησιμοποίηση•пустить слово в оборот βάζω σε χρήση καινούρια λέξη•
ввести в научный оборот новые материалы βάζω για επιστημονική χρήση νέα υλικά.
4. στροφή•оборот реки στροφή του ποταμού.
|| καμπή, γωνία (για σωλήνα κ.τ.τ.).5. τροπή•дело принимает дурной оборот η υπόθεση παίρνει άσχημη τροπή (πάει στραβά).
6. η α-ανάποδη (αντίστροφη, πισινή) όψη ή πλευρά•оборот меддли η άλλη όψη του νομίσματος (η αντίθετη άποψη του ζητήματος).
7. έκφραση•р-чи έκφραση λόγου•
неправильный оборот μη σωστή (άστοχη) έκφραση.
εκφρ.брать (взять) в - – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.
Перевод: с русского на все языки
со всех языков на русский- Со всех языков на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Английский
- Греческий